Αυτισμός, σύνδρομο Asperger, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ? Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)

asperger

Ο Αυτισμός είναι μια σοβαρή διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία, καθώς και από περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά. Όλες αυτές οι ενδείξεις ξεκινούν πριν το παιδί γίνει τριών ετών.

  Οι δύο άλλες διαταραχές του φάσματος του αυτισμού (ASD) είναι το σύνδρομο Άσπεργκερ, στο οποίο δεν παρατηρείται καθυστέρηση στη γνωστική ανάπτυξη και τη γλώσσα, και η Εκτεταμένη διαταραχή της ανάπτυξης – Μη προσδιοριζόμενη αλλιώς (PDD-NOS), όπου διαγνώσκεται όταν δεν πληρούνται επαρκώς τα κριτήρια για τις άλλες δύο διαταραχές.
  Ο αυτισμός αποτελεί μία σοβαρή νεύρο-ψυχολογική διαταραχή, που διαρκεί μία ολόκληρη ζωή και είναι συνήθως παρούσα από τη γέννηση του παιδιού. Ο αυτισμός δεν είναι ψυχιατρική νόσος, αλλά εντάσσεται στην κατηγορία των Διάχυτων Αναπτυξιακών Διαταραχών. Αυτές οι διαταραχές χαρακτηρίζονται από σοβαρά ελλείμματα σε πολλούς τομείς της ανάπτυξης, για αυτό το λόγο ονομάζονται «διάχυτες». Πρόκειται για μια αναπτυξιακή διαταραχή του ατόμου, μια διαταραχή της ψυχολογικής του ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτής της διαταραχής εμποδίζεται ή δυσκολεύεται η ανάπτυξη ορισμένων ψυχολογικών δεξιοτήτων, που είναι ζωτικές για την ψυχο-κοινωνική λειτουργία και επάρκεια του ανθρώπου. Οι δεξιότητες αυτές σχετίζονται με την κοινωνική συναλλαγή και αμοιβαιότητα, την επικοινωνία και την οργάνωση πρόσφορης και σκόπιμης δραστηριότητας. Ένα ακόμα στοιχείο που επιδεικνύει τη σημαντικότητα του θέματος είναι ότι πέρα από τη ζωή του παιδιού που επηρεάζεται άμεσα, αλλάζει και αυτή των οικογενειών τους, δηλαδή του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου.
     
Κλινικές Ενδείξεις ? Συμπτωματολογία  
  •  Σοβαρή επιβράδυνση στη γλωσσική ανάπτυξη και στην επικοινωνία.  
  • Σοβαρή επιβράδυνση στην κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων.
  • Ανομοιογενείς μορφές διανοητικών λειτουργιών.
  • Έλλειψη δημιουργικής φαντασίας.
Τρία σημάδια αυτισμού σε παιδιά σχολικής ηλικία 

Δεν υπάρχει κάποια αιματολογική ή γενετική εξέταση που να εντοπίζει τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος. Η διάγνωση βασίζεται στη συμπεριφορά του παιδιού κι έτσι γονείς και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν ποιες είναι οι τρεις βασικές ενδείξεις που πρέπει να τους κινήσουν την προσοχή.

1. Δυσκολίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Το παιδί δεν επιθυμεί ή αδυνατεί να αλληλεπιδράσει με συνομηλίκους του και τον κοινωνικό περίγυρο γενικότερα. Σημείο αναφοράς αποτελεί η ηλικία του παιδιού και το στάδιο της ζωής του. Κατά τα σχολικά χρόνια, το παιδι είναι πιθανό να μη δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τους συνομηλίκους του. Μπορεί όμως να θέλει να συνάψει δεσμούς αλλά να μη διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες για να τους προσεγγίσει.

2. Περιορισμένες, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή συνεχής αναζήτηση νέων αισθητηριακών ερεθισμάτων. 
 Το παιδί μπορεί να προσεγγίζει με πολύ συγκεκριμένο ή πολύ έντονο τρόπο το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του, πολλές φορές αποκλείοντας τη συμμετοχή άλλων. Από την άλλη, ορισμένα παιδιά προσπαθούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον τρίτων, χωρίς να συνειδητοποιούν πότε κάποιος πράγματι ενδιαφέρεται ή όχι.

3. Σταθερό μοτίβο συμπεριφοράς από τα πρώτα χρόνια της ζωής.
Οι διαταραχές του αυτιστικού φάσματος δεν είναι επίκτητες. Έτσι, απαιτείται να διευκρινιστεί εάν το παιδί εκδηλώνει συγκεκριμένες συμπεριφορές από πολύ μικρή ηλικία.

Το σύνδρομο Άσπεργκερ (Asperger)

Το σύνδρομο Asperger (Άσπεργκερ) είναι μια νευρολογική διαταραχή και ονομάστηκε έτσι από τον Βιεννέζο γιατρό Hans Asperger, ο οποίος το 1944 δημοσίευσε μια διατριβή όπου περίγραφε ένα πρότυπο από συμπεριφορές σε μερικούς νεαρούς, οι οποίοι είχαν κανονική νοημοσύνη και γλωσσική ανάπτυξη αλλά επεδείκνυαν ανεπάρκεια στην κοινωνικότητά τους και στην επικοινωνία ενώ οι κινήσεις τους ήταν συνήθως αδέξιες και άχαρες. Το σύνδρομο Άσπεργκερ πολλές φορές χαρακτηρίζεται ως «κρυφή διαταραχή» ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποιος έχει αυτό το σύνδρομο από την εξωτερική του εμφάνιση.
Τα άτομα με σύνδρομο Asperger παρουσιάζουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών και η διαταραχή εκτείνεται από ελαφριά έως πολύ σοβαρή. Παρουσιάζουν αξιοσημείωτο έλλειμμα στις κοινωνικές δεξιότητες, δυσκολεύονται όταν συμβαίνουν αλλαγές στο περιβάλλον και προτιμούν την μονοτονία. Πολλά άτομα με Άσπεργκερ επιζητούν την κοινωνική συναναστροφή, αλλά δυσκολεύονται στο να αρχίσουν και να διατηρήσουν κοινωνικές σχέσεις. Αυτό τους προκαλεί μεγάλο άγχος.

Τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου Άσπεργκερ
Τα άτομα με Άσπεργκερ δυσκολεύονται να εκφραστούν συναισθηματικά και κοινωνικά. Δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας όπως χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου και στάση σώματος. Δεν γνωρίζουν πότε να αρχίσουν ή να δώσουν τέλος σε μια συζήτηση. Μιλούν με μονότονη μη εκφραστική φωνή και δεν κατανοούν εύκολα τη σημασία της αλλαγής τόνου. Αντιλαμβάνεται τα νοήματα κυριολεκτικά και να δυσκολεύεται στην αναγνώριση αστείων, μεταφορών και ειρωνείας. Έχουν επιφανειακά τέλειο λόγο που όμως τείνει να είναι τυπικός και σχολαστικός.
Τα άτομα με Άσπεργκερ έχουν μια εμμονή με ρουτίνες (συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς) προσπαθώντας να καταστήσουν τον κόσμο γύρω τους λιγότερο μπερδεμένο και αγχωτικό. Ορισμένα παιδιά για παράδειγμα μπορεί να επιμένουν να ακολουθούν πάντοτε τον ίδιο δρόμο για το σχολείο ή να αναστατώνονται όταν γίνεται κάποια ξαφνική αλλαγή στο σχολικό πρόγραμμα. Οι ενήλικες Άσπεργκερ συχνά προτιμούν να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο πρόγραμμα για να οργανώσουν την ημέρα τους. Αναπάντεχες αλλαγές στο πρόγραμμα αυτό μπορούν να τους αγχώσουν ή να τους αναστατώσουν.
Τα άτομα με το σύνδρομο Asperger έχουν κανονικό η υψηλό δείκτη νοημοσύνης και αρκετά από αυτά επιδεικνύουν εξαιρετικές δεξιότητες ή ταλέντα. Το λεξιλόγιό τους μπορεί να είναι πάρα πολύ πλούσιο και μερικά παιδιά που έχουν το σύνδρομο ακούγονται σαν μικροί καθηγητές. Όμως, ενώ η γλωσσική τους ανάπτυξη είναι επιφανειακά κανονική, υπάρχει έλλειμμα στην πρακτική χρήση της γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιούν τη γλώσσα εξαιρετικά κυριολεκτικά και έχουν δυσκολία να την χρησιμοποιήσουν την σε κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή, επικοινωνιακά και με φαντασία. Η φωνή των ατόμων με Άσπεργκερ τείνει να είναι επίπεδη και δίχως συναίσθημα ενώ μπορεί να απουσιάζει και η κοινή λογική. Αυτό τους κάνει να μοιάζουν αφελείς και γίνονται θύματα κοροιδίας ή τραμπουκισμού.
Τα άτομα με Άσπεργκερ μπορεί να αναπτύξουν ένα έντονο, σχεδόν εμμονικό ενδιαφέρον για κάποιο χόμπι ή απασχόληση (π.χ. συλλογές). Μερικές φορές αυτό το ενδιαφέρον είναι ισόβιο ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο κάθε τομέας ενδιαφέροντος αντικαθίσταται από κάποιο άλλο συχνά ασύνδετο. Για παράδειγμα ένα άτομο με Άσπεργκερ μπορεί να αφοσιωθεί στο να μάθει τα πάντα γύρω από τα αυτοκίνητα ή τους υπολογιστές. Μερικοί γίνονται αυθεντίες στον τομέα με τον οποίο έχουν επιλέξει να ασχοληθούν καθώς έχουν μια μορφή αυτοδιεγερτικής συμπεριφοράς. Γενικά με τη κατάλληλη ενθάρρυνση τέτοια ενδιαφέροντα και ικανότητες μπορούν να καλλιεργηθούν έτσι ώστε να αποτελέσουν πεδία σπουδής ή εργασίας για τα άτομα με Άσπεργκερ.
Συχνά τα άτομα με σύνδρομο Asperger δείχνουν να έχουν περιορισμένα ενδιαφέροντα. Κάποιος που έχει το σύνδρομο Άσπεργκερ μπορεί να έχει συμπεριφορά παράξενη ή ασυνήθιστη, κάτι που σε νευρολογική βάση και δεν είναι αποτέλεσμα σκόπιμης αγένειας ή κακής ανατροφής. Τα ακριβή αίτια του συνδρόμου Άσπεργκερ είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας. Κλινικές μελέτες υποδεικνύουν ότι ένας συνδυασμός παραγόντων, γενετικών όσο και περιβαλλοντικών, μπορεί να ευθύνεται για τις αλλαγές στη νευροβιολογική εξέλιξη του εγκεφάλου που σχετίζονται με την εμφάνιση του συνδρόμου. Το σίγουρο είναι πάντως ότι το σύνδρομο Άσπεργκερ δεν οφείλεται στην ανατροφή του ατόμου ή την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση και οπωσδήποτε δεν προκαλείται από υπαιτιότητα του πάσχοντος. Οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς απ? ότι οι γυναίκες αλλά ο λόγος γι? αυτό είναι άγνωστος.
Γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για το που ακριβώς ανήκει το σύνδρομο Asperger. Περιγράφεται και ως διαταραχή του αυτιστικού φάσματος. Η Uta Frith στο βιβλίο της «Αυτισμός και σύνδρομο Άσπεργκερ» λέει ότι τα άτομα με το σύνδρομο Asperger ότι «έχουν μια σταγόνα από αυτισμό». Μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι αυτισμός και σύνδρομο Asperger είναι το ίδιο ενώ άλλοι πιστεύουν ότι περιγράφεται καλύτερα ως μη Λεκτική Μαθησιακή Δυσκολία. Ενώ υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στο σύνδρομο Άσπεργκερ και τον κλασσικό αυτισμό, τα άτομα με Άσπεργκερ έχουν λιγότερα προβλήματα με τη λεκτική επικοινωνία και έχουν συνήθως μέση ή και ανώτερη νοημοσύνη. Δεν υποφέρουν συνήθως από τις μαθησιακές δυσκολίες που συνδέονται με τον αυτισμό, αλλά ενδέχεται να παρουσιάσουν συγκεκριμένα μαθησιακά προβλήματα όπως δυσλεξία, δυσπραξία ή άλλες καταστάσεις όπως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ? υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ).

Διάγνωση και Άσπεργκερ
Οι ερευνητές πιστεύουν, ότι το σύνδρομο Asperger είναι πιθανόν κληρονομικό επειδή πολλές οικογένειες αναφέρουν, ότι υπάρχει ιστορικό. Επιπρόσθετα, διαταραχές όπως η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη) συχνά αναφέρονται ότι συνυπάρχουν σε άτομα με σύνδρομο Asperger, όπως επίσης και σε άλλα μέλη της οικογένειάς τους.
Επειδή η εμφάνιση των χαρακτηριστικών του συνδρόμου Άσπεργκερ διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο η διάγνωση είναι δύσκολη. Το σύνδρομο Άσπεργκερ μπορεί να διαγνωσθεί αργότερα απ? ότι ο αυτισμός στα παιδιά και κάποια χαρακτηριστικά του μπορεί να μην διαγνωσθούν παρά μετά την ενηλικίωση. Συνήθως επίσημη διάγνωση μπορεί να γίνει από ψυχιάτρους ή κλινικούς ψυχολόγους. Για μερικούς μια τέτοια διάγνωση συνδέεται με ισόβιο στίγμα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση βοηθάει το άτομο όπως και το ευρύτερο περιβάλλον του (οικογενειακό, σχολικό, εργασιακό) να καταλάβουν τις ιδιαιτερότητές του και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του. Η διάγνωση επίσης εξασφαλίζει πρόσβαση στις απαιτούμενες υποστηρικτικές υπηρεσίες που μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή ενός τέτοιου ατόμου δραματικά.
Είναι πολύ σημαντικό να γίνει έγκαιρα η διάγνωση στο παιδί που έχει αυτό το σύνδρομο γιατί χρειάζεται να αντιμετωπιστεί άμεσα και να του προσφερθεί η κατάλληλη υποστήριξη. Όσοι βοηθούν και στηρίζουν ένα παιδί με Άσπεργκερ πρέπει να έχουν σωστή ενημέρωση και κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε παιδιού. Αυτό ισχύει τόσο για το σχολικό περιβάλλον όσο και για την οικογένεια του πάσχοντος.
Ήδη από πολύ μικρή ηλικία το σύνδρομο είναι φανερό στην κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών, γιατί απομονώνονται και δε θέλουν να παίξουν με άλλα παιδιά. Προτιμούν να είναι μόνα τους και οι άλλοι να τα αφήνουν στην ησυχία τους. Στο σχολείο, στα διαλείμματα, κάθονται συνήθως απομακρυσμένα από τα υπόλοιπα παιδιά και συχνά χαρακτηρίζονται ως ?παράξενα? από τους συνομήλικούς τους.
Δεν ενδιαφέρονται να μπουν σε κάποια ομάδα ή να συνεργαστούν στις σχολικές εργασίες ή στα αθλητικά. Κινούνται αργά και άκαμπτα, συχνά έχουν δυσκολία να δέσουν τα κορδόνια τους, να κάνουν ποδήλατο ή να κολυμπήσουν. Τα παιδιά με Άσπεργκερ μπορεί να καταλάβουν τη διαφορετικότητά τους όταν φτάσουν στην εφηβεία. Τότε επιλέγουν και πάλι τη μοναχικότητα για να μη γίνεται αντιληπτή η διαφορετικότητα αυτή. Τα άτομα με Άσπεργκερ δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί κάποιος συμπεριφέρεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί αισθάνεται όπως αισθάνεται και πώς εκφράζει τα συναισθήματά του. Δεν βρίσκουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους ώστε να γίνουν κατανοητοί.
Προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία ή συγκεκριμένος ιατρικός τρόπος αντιμετώπισης του συνδρόμου Άσπεργκερ. Τα παιδιά με Άσπεργκερ μεγαλώνοντας γίνονται ενήλικες με Άσπεργκερ. Βέβαια καθώς η κατανόηση μας για το φαινόμενο αυξάνεται ποιοτικά και ποσοτικά και οι υποστηρικτικές υπηρεσίες βελτιώνονται τα άτομα με Άσπεργκερ έχουν αυξημένες ευκαιρίες να αναγνωρίσουν και να εκμεταλλευτούν το δυναμικό τους και τελικά να ζήσουν μια αξιοπρεπή και δημιουργική ζωή.

 Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ? Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ? Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) θεωρείται μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που εκδηλώνεται σε μικρή ηλικία και περιλαμβάνει την υπερκινητικότητα, την παρορμητικότητα και την διάσπαση προσοχής.

-Ποια είναι η κλινική εικόνα του παιδιού που βιώνει τη διαταραχή;

Η έναρξη της διαταραχής τοποθετείται στην ηλικία των 3 ? 5 ετών. Η υπερβολική κινητικότητα είναι περισσότερο εμφανής σε δομημένες και οργανωμένες καταστάσεις που απαιτούν αυτοέλεγχο. Το παιδί φαίνεται ιδιαίτερα δραστήριο αλλά η ενεργητικότητά του είναι πολλές φορές άσκοπη. Μεταπηδά από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, χωρίς ποτέ να τελειώνει κάτι που έχει αρχίσει. Δεν μπορεί να μείνει καθιστό περισσότερο από μερικά λεπτά, τρέχει, χοροπηδάει, είναι υπερβολικά ομιλητικό και θορυβώδες, κουνά ένα μέρος του σώματός του ή στριφογυρίζει ακόμη και σε καταστάσεις υποθετικής ηρεμίας. Είναι ανυπόμονο, απαιτητικό, και δεν αντέχει τις ματαιώσεις. Δυσκολεύεται να δεχτεί κανόνες και να σεβαστεί την επιβαλλόμενη πειθαρχία.
Εκδηλώνει έντονη παρορμητικότητα, εμπλέκεται σε επικίνδυνες καταστάσεις και μερικές φορές δείχνει να ενεργεί χωρίς να σκέφτεται. Έχει βρεθεί αυξημένο ποσοστό ατυχημάτων και δηλητηριάσεων στα υπερκινητικά παιδιά, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη επίβλεψη.

Πώς συμπεριφέρονται στο σχολείο; Ποιες είναι οι σχέσεις τους με τους ενήλικες;
Τα υπερκινητικά παιδιά φαίνεται να βιάζονται και να μην μπορούν να ολοκληρώσουν αυτό που κάνουν. Απαντούν στην ερώτηση του δασκάλου πριν ο δάσκαλος τελειώσει την ερώτηση. Θυμώνουν και φωνάζουν, πετάνε διάφορα πράγματα ή χτυπούν. Δεν μαθαίνουν από την εμπειρία τους γιατί δεν έχουν τόσο χρόνο όσο χρειάζονται για να αφομοιώσουν αυτό που κάνουν

Η διάσπαση προσοχής τα καθιστά ανίκανα να συγκεντρωθούν και να εκτελέσουν καθήκοντα που απαιτούν προσήλωση προσοχής. Κατά συνέπεια παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες και η εν γένει συμπεριφορά τους τα κάνει ανεπιθύμητα στην τάξη. Οι σχέσεις τους με τους ενηλίκους χαρακτηρίζονται από έλλειψη τυπικότητας και συστολής, ενώ δεν είναι αγαπητά στα άλλα παιδιά και μπορεί να απομονώνονται.

-Υπάρχουν διαφορές στην εκδήλωση των συμπτωμάτων ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια; 

Η επίπτωση της διαταραχής ποικίλλει από 2% σε 17%. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στη διαφορετική διαγνωστική εκτίμηση ή σε πιθανές διαφορές στην έκφραση της συμπεριφοράς. Τα αγόρια παρουσιάζουν συχνότερα τη διαταραχή από τα κορίτσια (3-4:1). Τα αγόρια παρουσιάζουν περισσότερο προβλήματα υπερκινητικότητας, παρορμητικότητας ενώ τα κορίτσια προβλήματα διάσπασης προσοχής.

-Πού οφείλεται η Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής;

Ακόμη δεν είναι γνωστή μια μοναδική αιτία που μπορεί να ευθύνεται για την εκδήλωση του υπερκινητικού συνδρόμου. Αναφέρονται διάφοροι αιτιολογικοί παράγοντες και ο πιθανός συνδυασμός τους δημιουργεί τη διαταραχή. Αρχικές απόψεις θεωρούσαν ότι η κατάσταση αυτή ήταν ένα είδος «εγκεφαλικής βλάβης». Αυτή η άποψη προερχόταν από μελέτες παιδιών που είχαν περάσει εγκεφαλίτιδα στις ΗΠΑ.
Ο σύγχρονος προβληματισμός επικεντρώνεται στις νευροχημικές διαταραχές. Διαταραχές στο μεταβολισμό της ντοπαμίνης, έχουν ήδη περιγραφεί σε υπερκινητικά παιδιά, ενώ οι μελέτες για τον μεταβολισμό της σεροτονίνης έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα.

-Υπάρχει κληρονομικότητα; Παίζει ρόλο η ιδιοσυγκρασία του παιδιού; 

Έρευνες σε δίδυμα ή υιοθετημένα παιδιά δείχνουν ότι υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση. Οι έρευνες διδύμων βρίσκουν την κληρονομικότητα σε υψηλά επίπεδα που φθάνουν το 80%.
Στο ιστορικό των υπερκινητικών παιδιών βρίσκουμε επίσης ότι ήταν μωρά υπερβολικά ανήσυχα, έκλαιγαν συνέχεια, είχαν κωλικούς, παρουσίαζαν προβλήματα στον ύπνο και στο φαγητό. Η ιδιοσυγκρασία του παιδιού φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του συνδρόμου.

-Το υπερκινητικό σύνδρομο συνεχίζεται και στην εφηβεία;

Το υπερκινητικό σύνδρομο έχει έναρξη στα πρώτα παιδικά χρόνια και εξελίσσεται μέχρι την εφηβεία ή την αρχή της ενήλικης ζωής. Έρευνες δείχνουν ότι ένας μεγάλος αριθμός παιδιών (30 ? 70 %) που είχαν τη διάγνωση του υπερκινητικού συνδρόμου στην παιδική ηλικία, εξακολουθούν να έχουν την ίδια διάγνωση στην εφηβεία. Το ποσοστό μειώνεται όμως κατά πολύ (8%) στην ενήλικη ζωή.
Πέρα από την επιμονή ορισμένων συμπτωμάτων, αυτά τα παιδιά έχουν χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις απ? ότι οι συνομήλικοί τους. Έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολών στο γυμνάσιο και διακόπτουν συχνότερα το σχολείο.

-Πώς αντιμετωπίζεται το υπερκινητικό σύνδρομο;

Για να γίνει δυνατή η θεραπευτική αντιμετώπιση προέχει η αναγνώριση των συμπτωμάτων της υπερκινητικής διαταραχής από γονείς και δασκάλους. Η κλινική εκτίμηση του παιδιού απαιτεί την εξέτασή του περισσότερο από μια φορά. Η υπερκινητική συμπτωματολογία μπορεί να μην είναι σταθερή και να ποικίλει αναλόγως το περιβάλλοντος. Πρέπει επίσης, να εκτιμηθεί η ικανότητα του παιδιού να συγκεντρώνεται και να επιμένει σε κάποια προσπάθεια, η κοινωνική του αναστολή και συναισθήματα άγχους που μπορεί να συνυπάρχουν.
Η θεραπευτική προσέγγιση, όταν η διάγνωση του υπερκινητικού συνδρόμου τεθεί με βεβαιότητα, απευθύνεται τόσο στο περιβάλλον (γονείς, δασκάλους) όσο και στο ίδιο το παιδί.

Η συμβουλευτική γονέων σκοπό έχει να πληροφορήσει τους γονείς για το είδος του προβλήματος και να τους βοηθήσει να βρουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινής ζωής με το υπερκινητικό παιδί. Αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη της διαταραχής είναι η καταλληλότητα του εκπαιδευτικού πλαισίου. Σταθερό, δομημένο αλλά ευέλικτο εκπαιδευτικό πλαίσιο με ατομική προσέγγιση για το κάθε παιδί, προσφέρει δυνατότητες βελτίωσης της συμπτωματολογίας και αποφυγής της σχολικής αποτυχίας.

Προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς στηριζόμενα στη συμπεριφερολογική θεωρία μπορούν να γίνουν είτε στο σχολείο είτε στο σπίτι. Το παιδί αναλαμβάνει καθήκοντα που βαθμιαία απαιτούν όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση προσοχής. Επιβραβεύεται όταν έχει την αναμενόμενη συμπεριφορά ενώ η ακατάλληλη συμπεριφορά αγνοείται. Η θεραπεία οδηγεί το παιδί να διαμορφώσει το δικό του τρόπο επίλυσης των προβλημάτων και να αποκτήσει αυτοέλεγχο. Τα παιδιά επιτυγχάνουν έτσι να βελτιώσουν την αυτοεκτίμησή τους.

Στις βαρύτερες περιπτώσεις και όταν οι ανωτέρω θεραπευτικές προσεγγίσεις αποδειχθούν ανεπαρκείς, προτείνεται φαρμακοθεραπεία. Λόγω των παρενεργειών πρέπει να γίνεται προσεκτική εκτίμηση των περιπτώσεων που θα χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή. Η συμφωνία των γονέων είναι σημαντικός παράγοντας και επιτρέπει τον έλεγχο για την εξέλιξη της θεραπείας.

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *