Ποιός θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού:
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ? τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ? τ? αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της
πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ? αμπριά?
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ? ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησία του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγιά με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ? το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ? το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες το πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες τη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θάναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δε γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Νικηφόρος Βρεττάκος